ἀτάκτου

ἀτάκτου
ἄτακτος
not in battle-order
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • безчиньныи — (53) пр. Нарушающий порядок; бесчинный, неподобающий: Приходѩщиихъ на пѣниѥ въ цр҃кви хощемъ не въпльмь бещиньныимь творити. (ἀτάκτοις) КЕ XII, 63а; ѥгда же наидеть тебе напасть и прѣкословесиѥ. или раздражениѥ на кого двигноути ˫арость. помѩни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ασκέρι — το (Μ ἀσκέρι) 1. σώμα στρατού τακτικού ή άτακτου 2. μτφ. πολυμελής ομάδα ή οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. asker «στρατιώτης»] …   Dictionary of Greek

  • σπαχής — Ονομασία ατάκτων Τούρκων ιππέων. Στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονταν σαν φεουδάρχες, ιδιοκτήτες στρατιωτικών κυρίως φέουδων, τα οποία τους παραχωρούνταν από το κράτος, μετά την κατάκτηση χριστιανικών χωρών. Οι σ.… …   Dictionary of Greek

  • ταξίαρχος — ο, ΝΜΑ (στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) βαθμός αρχηγού άτακτου σώματος προσαρτημένου σε διοικητικές υπηρεσίες 2. στρ. βαθμός ανώτατου στρατιωτικού, ανώτερος τού… …   Dictionary of Greek

  • ταξιάρχης — Oνομασία 4 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Ιστιαίας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στα NΔ της Ιστιαίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας …   Dictionary of Greek

  • τσέτης — ο, Ν 1. (παλ. τ.) στρατιώτης άτακτου στρατού, αντάρτης 2. συν. στον πληθ. οι τσέτες ονομασία Τούρκων ανταρτών οι οποίοι, συγκροτημένοι σε εθελοντικά τάγματα ή συμμορίες, έδρασαν εναντίον τού ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία.… …   Dictionary of Greek

  • Κασομούλης, Νικόλαος — (Κοζάνη 1795 – Στυλίδα 1871). Αγωνιστής του 1821, Φιλικός και συγγραφέας απομνημονευμάτων. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Κασομούλη. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, όπου αργότερα μύησε και τον πατέρα του. Πήρε ενεργό μέρος –διαδραματίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μικρασιατικών Κειμηλίων — Στεγάζεται στην Εστία Νέας Σμύρνης (Πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης). Η συλλογή του αποτελείται από διάφορα αντικείμενα τα οποία έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες μετά την καταστροφή των περιουσιών τους και τον εκδιωγμό τους από την Τουρκία. Η συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος ο Ερημίτης — (ήΠέτρος της Αμιένης, Πικαρδία; – κοντά στη Λιέγη, περ. 1115). Γάλλος μοναχός και σταυροφόρος. Στρατιώτης και κατόπιν μοναχός, ίσως ύστερα από ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, έγινε φανατικός κήρυκας της πρώτης Σταυροφορίας την οποία οργάνωσε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”